Διαβάζοντας την «τέχνη του ταξιδιού», του Αλαιν ντε Μποτόν, αναφέρει κάποια
στιγμή για το μυθιστόρημα «ανάποδα» του Ζ.Κ. Υσμάνς. Ο τελευταίος μιλά για
κάποιο δούκα Ντεζ Εσεντ, αριστοκρατικής μεν καταγωγής αλλά ξεπεσμένο και
μισάνθρωπο που αποφασίζει να ταξιδέψει στο Λονδίνο. Ζούσε σε μια τεράστια έπαυλη
μόνος του στα περίχωρα του Παρισιού. Δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ γιατί θεωρούσε ότι
έξω καραδοκούσε η ασχήμια και η βλακεία των άλλων. Κάποιο πρωί όμως, προς
έκπληξη κυρίως δική του, του ήρθε η σφοδρή επιθυμία να ταξιδέψει στο Λονδίνο. Η
λαχτάρα αυτή τον έπιασε αποβραδίς, όταν καθισμένος στον καναπέ του διάβαζε
κάποιο έργο του κ. Ντίκενς. Η ιστορία είχε ζωντανέψει μπροστά του εικόνες από
την ζωή στην Αγγλία με αποτέλεσμα μετά από κάποιες ώρες να αδημονεί να ξημερώσει
ώστε να ξεκινήσει άμεσα το ταξίδι του.
Το πρωί, πρόσταξε τους υπηρέτες του να ετοιμάσουν τις αποσκευές του, φόρεσε ένα
γκρι κοστούμι, και πήρε το πρώτο τρένο για το Παρίσι.
Επειδή όμως μεσολαβούσε αρκετή ώρα μέχρι την αναχώρηση για το Λονδίνο, πήγε στο
βιβλιοπωλείο του
Γκαλινιάνι και αγόρασε έναν οδηγό για τα αξιοθέατα του Λονδίνου. Διαβάζοντάς τον
βυθίστηκε ακόμα περισσότερο σε ονειροπόληση και μια εξαίσια ευφορία. Πήγε λοιπόν
εκεί κοντά να πιεί κάτι στην «Μποντέγκα»
όπου σύχναζε αρκετή εγγλέζικη πελατεία. Η ατμόσφαιρα του φάνηκε σαν να είχε βγει
από τις σελίδες του Ντίνκενς... Με αυτά και μ’ αυτά του άνοιξε η όρεξη και πήγε
να γευματίσει σε μια εγγλέζικη ταβέρνα κοντά στο σταθμό Σαιν Λαζάρ. Ήταν
σκοτεινά και είχε κάπνα. Οι αντλίες της μπύρας ήταν παρατεταγμένες στον πάγκο
δίπλα σε χοιρομέρια μαυρισμένα σαν παλιά βιολιά!.
Καθώς πλησίαζε η ώρα που θα επιβιβαζόταν στο τρένο και θα μετέτρεπε σε
πραγματικότητα τα λονδρέζικα όνειρά του, αισθάνθηκε να τον κυριεύει μια «γλυκιά
και ζεστή αποχαύνωση». Σκέφτηκε ότι τελικά θα ήταν πολύ κουραστικό να πάει στο
Λονδίνο: έπρεπε να πάει στο σταθμό, να στήσει καβγά για να βρει έναν αχθοφόρο,
να επιβιβαστεί στο τρένο, να υποστεί ένα άγνωστο κρεβάτι, να σταθεί σε ουρές, να
αντιμετωπίσει το κρύο... Για πιο λόγο να μετακινηθεί κανείς όταν μπορεί να
ταξιδέψει καθισμένος στην αναπαυτική πολυθρόνα του σπιτιού του; Μήπως δεν
βρισκόταν ήδη στο Λονδίνο, με τις μυρωδιές του, την ατμόσφαιρά του, τους
κατοίκους του, τα φαγητά του; Τι άλλο θα έβρισκε εκεί πέρα από κάποιες επί πλέον
απογοητεύσεις; Πλήρωσε λοιπόν το λογαριασμό του και πήρε το πρώτο τρένο για να
επιστρέψει στην έπαυλή του, αποφασισμένος να μην ξαναβγεί ποτέ από το σπίτι του!
Αυτή είναι η μια όψη του νομίσματος, η πεσιμιστική, αναλογιζόμενοι μάλιστα, ότι
η παραπάνω ιστορία εξελίσσεται το τέλος του 19ου
αιώνα, όταν οι μετακινήσεις είναι ακόμα δύσκολες και επίπονες. Η άλλη
άποψη – ίσως πιο κοντά στην αλήθεια - ισχυρίζεται ότι η πραγματικότητα κατά
πρώτο και κύριο λόγο διαφέρει! Εκπρόσωπος αυτής της σχολής είναι ο Σαρλ
Μποντλαίρ. Ο τελευταίος επιθυμούσε πάντα την απόδραση, τη φυγή, αδιάφορο για
που, φτάνει έξω από τον κόσμο αυτό!
Από την άλλη πλευρά, κοινή είναι η πεποίθηση των επαϊόντων, ότι στα ταξίδια, σκεφτόμαστε διαφορετικά: μας εμπνέει να προσεγγίσουμε διαφορετικά την πραγματικότητα, να κάνουμε προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της κατάστασης (προσωπικής, συναισθηματικής, ιδεαλιστικής, κτλ). Θεωρητικά, απονεκρωνόμενοι από τον τόπο κατοικίας και εργασίας, αφήνουμε πίσω πολλά από τα βαρίδια που μας συντροφεύουν καθημερινά. Απελευθερωνόμαστε από πολλές εμμονές και αφήνουμε τον εαυτό μας ελεύθερο να αιωρηθεί σε νέες εμπειρίες.
Διαβάστε τώρα το χρονικό της εκδρομής.
Το βράδυ, λίγο μετά ρο βραδινό και πριν το ποτό, φαγητό γίνεται και μια πρώτη προσέγγιση – αποτίμηση του ταξιδιού. Όλοι λέμε λίγο πολύ την άποψή μας. Ενδιαφέρουσα πολύ η άποψη του "μικρού" της παρέας που φαίνεται ότι είναι και ο πιο απελευθερωμένος από στερεότυπα (άτιμε χρόνε....).
Δικό μου συμπέρασμα είναι ότι ο χρόνος ήταν λίγος και η παρέα όχι πολύ ομοιογενής. Χρειαζόταν καλύτερη προετοιμασία στην μεταξύ μας χημεία και λιγότερη για το ταξίδι. Δεν αφήσαμε τελικά πίσω όλα όσα θα θέλαμε να είχαμε αφήσει. Αγχωθήκαμε λίγο παραπάνω. Λες και κάποιος μας κυνηγούσε... Και αυτή η Ευρώπη, δεν έχει πλέον κάτι νέο να σου δείξει - να σου αποκαλύψει. Όλα στη θέση τους, όλα προγραμματισμένα. Δεν έχει κάτι να σε αναταράξει - να σε ενθουσιάσει - να σε ταρακουνήσει.
Την επόμενη φορά θα πάρω ένα 200άρι και θα πάω στη ... Μέση Ανατολή! Χωρίς πρόγραμμα, όπου βρεθώ και μ' αρέσει θα σταματάω, όπου βαριέμαι θα φεύγω... και θάχω κάνα δυο μήνες στη διάθεσή μου και φυσικά το οικονομικό δεν θα είναι πρόβλημα... Ναι καλά... (όπως λέει και το γνωστό ανέκδοτο με βάση το οποίο μόνο στην Ελληνική γλώσσα έχουμε το γλωσσικό φαινόμενο δύο καταφάσεις να είναι μια άρνηση....).
(C) Copyright 2001-2010 Aristides Vagelatos. May be freely uploaded by WWW viewers and similar programs. All other rights reserved.