ISTRIA – Croatia, Ιούνιος 2002
Μόλις είχε μπει ο Ιούνιος και το ταξίδι είχε κανονιστεί με όλες τις λεπτομέρειές του: Προορισμός η περιοχή ΙΣΤΡΙΑ της Κροατίας. Η εκκίνηση για τους μισούς της παρέας (Άρης – Χρίστυ) δόθηκε στην Αθήνα, απ’ όπου ξεκινήσαμε ένα Σάββατο του Ιουνίου με κατεύθυνση την Πάτρα. Εκεί μας περίμεναν οι άλλοι μισοί (Μιχάλης – Κατερίνα). Και οι τέσσερις εποχούμενοι σε δύο μηχανές ικανού κυβισμού. Στόχος να πάρουμε το πλοίο της ΑΝΕΚ που αναχωρεί από Πάτρα και φθάνει στην Ιταλική Τεργέστη μετά από περίπου 32 ώρες. Πράγματι στις 23.00 αποχαιρετούμε την Πάτρα περνώντας μέσα από τα εντυπωσιακά γρι-γρι που έχουν απλώσει τα φανάρια τους (ρομπότ τα λένε οι ψαράδες) στον Πατραϊκό. Το πλοίο (Λευκά Όρη) φιλόξενο, θα μας ξεκουράσει στις καμπίνες του για δύο βραδιές. Χαράματα της επομένης «πιάνουμε» Ηγουμενίτσα, ενώ έχει ήδη ξημερώσει και ζεστάνει για τα καλά, όταν καταπλέουμε στην όμορφη Κέρκυρα. Λίγο μετά, αφήνοντας το λιμάνι του νησιού των Φαιάκων πίσω μας, «ανηφορίζουμε» στη γαλήνια θάλασσα, έχοντας δεξιά μας τις Δαλματικές ακτές.
Πρωινό ξύπνημα το επόμενο πρωί για να ετοιμαστούμε. Περνάμε δίπλα από τη χερσόνησο της Ιστρια, τόσο κοντά που αναρωτιόμαστε αν ο καπετάνιος θα μας έκανε τη χάρη να μας αποβιβάσει εκεί....
Η θέση που πιάνει το πλοίο στο λιμάνι της Τεργέστης έχει μεταφερθεί αρκετά ανατολικά από το γνωστό μέρος που είχαμε αποβιβαστεί παλιότερα. Και αυτό μας ξενίζει λίγο. Ανεβαίνουμε στις μηχανές και αφήνουμε το λιμάνι πίσω μας. Η Ιταλία μας υποδέχεται ουδέτερα αλλά ως πολίτες της Ε.Ε. χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις παίρνουμε το δρόμο για τα Ιταλο-Σλοβενικά σύνορα. Ελάχιστη καθυστέρηση εκεί, και ακολουθούμε τις πινακίδες που δείχνουν προς “Koper” (Capodistria). Το μέρος αυτό, παλιά πρωτεύουσας της Ιστρια, έχει μείνει να θυμίζει τη μακρινή καταγωγή του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας.
Η Σλοβενία έχει ως διέξοδο στη θάλασσα ένα μικρό τμήμα πλάτους 30 περίπου χιλιομέτρων. Το καλύπτουμε γρήγορα και νάμαστε πάλι στα σύνορα, μεταξύ Σλοβενίας και Κροατίας αυτή τη φορά. Λόγω των μηχανών, ξεμπερδεύουμε μάλλον γρήγορα, δεδομένης της αρκετής κίνησης από Ιταλούς κυρίως (αλλά και Γερμανούς και άλλους Βορειο-Ευρωπαίους) που κατευθύνονται για διακοπές στην Κροατία.
Κροατία Μπαίνοντας στην Κροατία Επιλέγουμε την κεντρική οδική αρτηρία η οποία διασχίζοντας την ενδοχώρα θα μας οδηγήσει στο καταφύγιο και ορμητήριό μας για τις επόμενες ημέρες, την όμορφη πόλη της Πούλα. Η Πούλα βρίσκεται στο νοτιότερο σχεδόν άκρο της Ιστρια. Για να φτάσει κανείς εκεί, πρέπει να διασχίζει 70 περίπου χιλιόμετρα καλού επαρχιακού δρόμου, ο οποίος ελίσσεται μέσα σε καταπράσινα τοπία και γραφικά χωριά. Η προσπάθειά μας να πιούμε καφέ σε ορεινό χωριό της διαδρομής δε στέφεται με επιτυχία, μια και το Ευρώ (παρά τη σιγουριά μας για το αντίθετο) δεν είναι ακόμα αποδεκτό σε αυτά τα μέρη. Αργότερα θα δούμε ότι στις τουριστικές πόλεις ισχύει το αντίθετο. Φτάνοντας στην Πούλα, περνάμε έξω από την πόλη κατευθυνόμενοι ανατολικά προς την περιοχή Βερουντέλα. Στην περιοχή αυτή υπάρχει πληθώρα τουριστικών καταλυμάτων για όλα τα βαλάντια και εκεί έχουμε επιλέξει να καταλύσουμε. Μια γρήγορη έρευνα μας πείθει ότι η διαμονή στα δωμάτια (αντί για ξενοδοχείο) είναι όχι μόνο πιο οικονομική λύση αλλά επιπλέον και ιδιαίτερα ευχάριστη. Ο Μιχάλης βιάζεται να ολοκληρώσουμε τα διαδικαστικά μια και σήμερα είναι ο τελικός του μουντιάλ... Έτσι μετά από λίγο, βρισκόμαστε να παρακολουθούμε τον τελικό (Βραζιλία – Γερμανία) σε τοπική πιτσαρία, τριγυρισμένοι από δεκάδες Γερμανούς, με το Μιχάλη να πανηγυρίζει τα γκολ της Βραζιλίας και τους υπολοίπους να παραδίδουν μαθήματα Ευρωπαϊκής διπλωματίας... Απόγευμα και με δεδομένη την καλοκαιρινή μέρα, δοκιμάζουμε την κοντινή παραλία η οποία μας ευχαριστεί με τα πεντακάθαρα νερά της και το πολύ πράσινο που την περικλείει.
Βερουντέλα Το επόμενο πρωί ο καιρός αλλάζει διάθεση: τα σύννεφα έχουν μαζευτεί από νωρίς και δεν προμηνύουν τίποτε καλό για εμάς τους δικυκλιστές. Έχουμε όμως σχέδιο για κάθε περίπτωση: μια πρωινή βόλτα στην Βερουντέλα μας αποκαλύπτει ένα μαγευτικό περιβάλλον που φιλοξενεί ευχάριστα τους τουρίστες όλων των απαιτήσεων: Πεζόδρομοι αναπτύσσονται μέσα σε καταπράσινες εκτάσεις και δίπλα στη θάλασσα, δεκάδες αθλητικές εγκαταστάσεις (τένις, μπάσκετ, ποδόσφαιρο, καταδύσεις, ...) πληθώρα δωματίων και αρκετά ξενοδοχεία συμπληρώνουν μια εικόνα ενός κράτους που ασχολήθηκε σοβαρά με τον τουρισμό. Ως Ελληνες ψάχνουμε για καφενείο, αλλά μάλλον δεν έχουμε καταλάβει ακόμα που βρισκόμαστε. Πόσο μάλλον ο Μιχάλης που ζητάει φραπέ! Επιστρέφουμε στα δωμάτια όπου σε λίγο εμφανίζονται από το πουθενά όλα τα σύνεργα για την παρασκευή του καλοκαιρινού μας ροφήματος!
Πούλα Μεσημέρι και φεύγουμε για επίσκεψη στην Πούλα, με τον καιρό να συνεχίζει τη μελαγχολική του αλλά και διακριτική προς το παρόν, παρουσία. Πλησιάζοντας στην πόλη, μια παραφωνία επιβάλλεται στο τοπίο και μας πλακώνει την καρδιά: τρεις τεράστιες εργατικές πολυκατοικίες υψώνονται μπροστά μας, κατάλοιπα μιας άλλης εποχής. Το ότι κατοικούνται ακόμα, αλλά και το γεγονός ότι δε μοιάζουν ιδιαίτερα συντηρημένες, φανερώνει ότι οι πληγές του πολέμου δεν έχουν ακόμα επουλωθεί. Η συνέχεια ευτυχώς είναι διαφορετική. Αφήνουμε τις μηχανές στην «Αψίδα του Θριάμβου» και ξεκινάμε το περπάτημα στο κέντρο της πόλης: Στενά δρομάκια με παλιά χτίσματα Ιταλικής κυρίως τεχνοτροπίας μας περιβάλλουν. Στο κέντρο της πόλης η πλατεία του Δημαρχείου με το τέμπλο του Αυγούστου και διάσπαρτα καφέ με τραπεζάκια έξω, μας παρακινούν να ξεκουραστούμε. Ο καιρός βελτιώνεται και υποτασσόμαστε στην ευγενική πρόσκληση. Εκεί διαπιστώνουμε ότι οι ντόπιοι μιλάνε πολύ καλά τα Ιταλικά, τα Γερμανικά αλλά και τα Αγγλικά, γεγονός που δικαιολογείται τόσο από τη γειτνίαση με την Ιταλία (κατά καιρούς αποτέλεσε και τμήμα της) όσο και από τον ιδιαίτερα αυξημένο τουρισμό.
Το βράδυ θα μας φέρει στην γειτονιά της Santa Maria Formoza, της Βυζαντινής εκκλησίας του 6ου αιώνα. Δίπλα στο μέρος που ήταν κάποτε το κυρίως τμήμα του ναού και που σήμερα είναι μια αυλή, ανακαλύπτουμε το εστιατόριο HB με λίγα τραπεζάκια παρατεταγμένα στον ανοιχτό χώρο. Ο συμπαθητικός και ιδιαίτερα ομιλητικός ιδιοκτήτης που είναι ταυτόχρονα και ένα από τα δύο γκαρσόνια, θα μας κερδίσει γρήγορα με την απλότητά του αλλά και τις όμορφες γεύσεις του. Μαθαίνουμε ότι είμαστε από τους ελάχιστους Έλληνες τουρίστες που περνάνε από την Ιστρια, ότι οι Γερμανοί και οι Ιταλοί είναι από τους βασικούς εκδρομείς που επισκέπτονται την περιοχή και ότι τα τελευταία 4-5 χρόνια, έχει αρχίσει και επανακτά η περιοχή την παλιά της τουριστική αίγλη. Βέβαια οι τελευταίοι βομβαρδισμοί της Γιουγκοσλαβίας από τους Αμερικάνους, κάθε άλλο παρά βοήθησαν προς αυτή την κατεύθυνση. Όντας διστακτικός στην αρχή, μόλις κατάλαβε ότι συμμεριζόμαστε τα όχι ιδιαίτερα φιλοαμερικανικά του πιστεύω, μας κέρασε το υπόλοιπο κρασί και μας «ανάγκασε» να τον επισκεφτούμε ακόμα μια φορά τις επόμενες μέρες.
Ροβίνι Η επόμενη μέρα είναι καλοκαιρινή. Έτσι μπαίνει σε ενέργεια το σχέδιο που προβλέπει επίσκεψη στο Ροβίνι. Έχουμε διαβάσει γι αυτό, έχουμε ακούσει, αλλά το είδαμε και σε αρκετές αφίσες ερχόμενοι... Τριανταπέντε χιλιόμετρα είναι η απόσταση και την καλύπτουμε ήρεμα, αφιερώνοντας χρόνο στην παρατήρηση του τοπίου. Η παλιά πόλη ήταν χτισμένη σε ένα νησί με ένα στενό κανάλι θάλασσας να τη χωρίζει από την υπόλοιπη ξηρά. Το κανάλι αυτό έχει σήμερα σκεπαστεί ενώνοντας το πάλαι ποτέ νησί, και η πόλη έχει εξαπλωθεί προς την «ενδοχώρα». Ο καλύτερος τρόπος για να γνωριστεί κανείς μαζί της είναι να μπει από την βορινή πλευρά όπου βρίσκεται μια από τις τρεις βασικές εισόδους. Το θέαμα που αντικρίζει είναι εκπληκτικό: τα σπίτια στην εξωτερική τους πλευρά έρχονται «πρόσωπο» με τη θάλασσα θυμίζοντας Βενετία, και όντας χτισμένα χωρίς διάκενα, σχηματίζουν ένα προστατευτικό τοίχος. Μπαίνουμε στο στενό δρομάκι και αρχίζουμε να ανεβαίνουμε. Που και που σταματάμε και παρατηρούμε τη θάλασσα από μικρές τρύπες που χρησιμεύουν για να αποβιβάζονται ανθρώποι και υλικά από τα πλωτά μέσα. Το σοκάκι ανηφορίζει κυκλικά προς την κορυφή του λόφου όπου βρίσκεται κτισμένος ο ναός της Αγίας Ευφημίας. Από το προαύλιο του ναού η θέα είναι εντυπωσιακή, τόσο προς την ανοικτή θάλασσα όσο και προς το εσωτερικό της πόλης. Κατηφορίζουμε προς την άλλη πλευρά και βρισκόμαστε σε «γνώριμα» μέρη που θυμίζουν καλοκαίρι σε Ελληνικά νησιά: δεκάδες τουριστικά μαγαζιά, καφέ και εστιατόρια, επιβεβαιώνουν ότι το Ροβίνι είναι από τις πλέον τουριστικές πόλεις της Ιστρια. «Και το αξίζει!» σκεφτόμαστε φωναχτά.
Φαζάνα Εχει φτάσει απόγευμα και αφήνουμε το γραφικό Ροβίνι με κατεύθυνση προς το Νότο. Ψάχνουμε για παραλία, αλλά δεν μένουμε ικανοποιημένοι από αυτό που βλέπουμε: οι ακτές όσο όμορφες είναι, άλλο τόσο βραχώδεις και μη ελκυστικές για μπάνιο μας φαντάζουν, ενώ και η θάλασσα δεν μας τραβάει ιδιαίτερα. Κατεβαίνοντας βγαίνουμε από τον κεντρικό δρόμο και επισκεπτόμαστε τη Φαζάνα, ένα ψαροχώρι λίγα χιλιόμετρα βόρια της Πούλα. Το έχουμε πάρει απόφαση ότι δεν θα κολυμπήσουμε και έτσι ψάχνουμε για φαγητό, να διασκεδάσουμε λίγο την πείνα μας. Η θέα που μας προσφέρει μια παραλιακή ταβέρνα μας ξεγελάει και το φαγητό αποδεικνύεται κάτω του μετρίου. Η βόλτα στην γραφική παραλία την ώρα του ηλιοβασιλέματος μας αποζημιώνει ενώ στη συνέχεια ένα πενταμελές τοπικό συγκρότημα με το όνομα “BATANA” μας παρασύρει και μένουμε ως αργά, ακούγοντας τοπικά παραδοσιακά και σύγχρονα τραγούδια καθώς και πολλές ιταλικές μελωδίες του ‘60 και ‘70 στο προαύλιο της εκκλησίας.
Porec Πρωινό ξύπνημα και το επόμενο πρωί, φραπεδάκι (thanks to Katerina) στο δωμάτιο και εκκίνηση για την άλλη τουριστική και ταυτόχρονα ενδιαφέρουσα πόλη της Ιστρια, το Porec. Το Porec είναι και αυτό παραθαλάσσιο θέρετρο και βρίσκεται στη δυτική ακτή, εικοσιπέντε περίπου χιλιόμετρα βορειότερα από το Ροβίνι. Φτάνοντας διαπιστώνουμε πράγματι, όπως έχουμε ήδη πληροφορηθεί, ότι είναι το πλέον τουριστικό μέρος της Ιστρια. Πολλά ξενοδοχεία και άλλων ειδών τουριστικά καταλύματα συναντάμε ήδη πολύ πριν φτάσουμε στην πόλη. Η ίδια η πόλη είναι χτισμένη σε μια στενή λωρίδα ξηράς που εισχωρεί στη θάλασσα έχοντας στην ανατολική πλευρά ένα μικρό νησί που προστατεύει από τους ανέμους την όμορφη μαρίνα. Επιλέγουμε να αφήσουμε τις μηχανές στην άκρη της πόλης και αρχίζουμε την περιήγηση στα γραφικά στενά. Και εδώ ή ίδια ευχάριστη και φιλική αίσθηση: τουριστικά μαγαζιά που ευτυχώς δεν προσβάλλουν το περιβάλλον και εκατοντάδες τουρίστες να περιδιαβαίνουν τα στενά σοκάκια. Προχωράμε κατευθείαν για τη βασιλική του Αγίου Ευφρασίου, οδηγούμενοι από το καμπαναριό που δεσπόζει του χώρου. Η εκκλησία μας συναρπάζει με τα ψηφιδωτά της το βαπτιστήριο που βρίσκεται απέναντι από το ναό αλλά και γενικότερα με την μεγαλοπρέπειά που αποπνέει. Αφήνοντας την εκκλησία, ανεβαίνουμε στον «κεντρικό» δρόμο όπου επιλέγουμε να κάτσουμε για παγωτό. Κατόπιν περπατάμε μέχρι την άκρη που σχηματίζει η ξηρά, όπου σήμερα κείτεται εγκαταλελειμμένο, θυμίζοντας μεγαλεία άλλων εποχών, ένα μεγάλο πολυτελές ξενοδοχείο. Αφού γυρίζουμε για αρκετή ώρα ακόμα τα γραφικά σοκάκια αποφασίζουμε να ξεκουραστούμε και να αναζητήσουμε παραλία για κολύμπι στη βόρεια πλευρά της πόλης. Τα καταφέρνουμε στην ξεκούραση βρίσκοντας ένα τεράστιο πάρκο με καλή σκιά, όμορφα παγκάκια και εγκαταστάσεις αθλοπαιδιών. Η παραλία όμως (την οποία την τιμούν αρκετοί κολυμβητές) για άλλη μια φορά μας απογοητεύει και μας αφήνει αδιάφορους.
Κανάλι του Λιμ Φεύγουμε αργά το μεσημέρι και κατευθυνόμαστε νότια προς το Lim channel που όπως μας έχουν περιγράψει οι ντόπιοι, αξίζει να το επισκεφτούμε. Το μοναδικό αυτό φυσικό «κατασκεύασμα» είναι μια μακριά λουρίδα θάλασσας (11 χλμ.) που εισχωρεί βαθιά στην ξηρά, δημιουργώντας όμορφους μαιάνδρους. Οι όχθες του είναι καταπράσινες, ενώ στο μυχό του κόλπου που σχηματίζεται υπάρχουν εστιατόρια που προσφέρουν θαλασσινά. Θαυμάζουμε το τοπίο από ψηλά (ειδικά διαμορφωμένο παρατηρητήριο), δοκιμάζουμε τα όμορφα λικέρ που πουλάνε στο σημείο εκείνο ντόπιοι παραγωγοί και αναχωρούμε με κατεύθυνση προς την Πούλα. Το απόγευμα έχει πέσει για τα καλά και μας βρίσκει αρκετά πεινασμένους. Από τον προβληματισμό για το πού θα γευματίσουμε μας βγάζουν μια σειρά από εστιατόρια που συναντάμε πάνω στο δρόμο με ένα κοινό χαρακτηριστικό: σούβλες με γουρουνόπουλα να ψήνονται σε κοινή θέα για τον περαστικό. Επιλέγουμε ένα και απολαμβάνουμε ένα εξαίρετο πράγματι γεύμα: το γουρουνόπουλο, το οποίο είναι μία από τις τοπικές σπεσιαλιτέ, με εξαιρετικό ντόπιο κρασί Malvazija το οποίο παράγεται από ποικιλία που την έχουν φέρει σύμφωνα με την παράδοση Έλληνες ναυτικοί. Το βράδυ θα μας βρει σε μπαράκι της Verudela να προσπαθούμε να βρούμε τι θα παραγγείλουμε μια και αυτά που κατά καιρούς επιλέγουμε στην Ελλάδα (Rigo, Mule, Space, κλπ) δεν φαίνεται να είναι γνωστά εδώ.
Επιστροφή Η επόμενη μέρα είναι η μέρα της επιστροφής. Το καράβι από την Τεργέστη αναχωρεί στις 2.00 το μεσημέρι. Αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να μην ξυπνήσουμε χαράματα, αλλά μια πιο λογική ώρα. Ετοιμαζόμαστε, πληρώνουμε μετρητά (δεν δέχονται πιστωτικές κάρτες!) και αναχωρούμε. Η επιστροφή είναι μελαγχολική. Διασχίζουμε χωρίς στάση όλη την Ιστρια και φτάνουμε στα σύνορα με Σλοβενία. Περνάμε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και καθυστερήσεις: για μια ακόμα φορά οι Ελληνικές πινακίδες και οι μηχανές αντιμετωπίζονται με άκρως φιλική διάθεση από τους συνοριακούς φύλακες. Στη Σλοβενία επιλύουμε τον γρίφο που μας προβλημάτισε όταν ερχόμαστε: οι πινακίδες που φέρουν την επιγραφή “TRST” αναφέρονται στην Τεργέστη... Μπαίνοντας στην Ιταλία επιλέγουμε τον παραλιακό δρόμο για την Τεργέστη ο οποίος περνάει από ένα γραφικό Ιταλικό θέρετρο τη Muggia. Στάση για ξεκούραση και Ιταλικό cappuccino και οπτικός έλεγχος για την ακριβή άφιξη του πλοίου(!), μια και η Muggia «βλέπει» αμφιθεατρικά το λιμάνι της Τεργέστης. Πράγματι τα «Λευκά Ορη» φτάνουν στην ώρα τους, όπως και εμείς για να επιβιβαστούμε.
Σαλπάροντας από την Τεργέστη, παραπλέουμε την Istria και χαιρετάμε τα γνωστά πλέον μέρη: Hvala (ευχαριστούμε) για τις όμορφες μέρες που μας προσφέρατε.
Παραπομπές:
http://www.istra.com/ (Site
για την Istria)
http://www.croatia.hr/
(Κροατικός Οργανισμός Τουρισμού)
Οι
φωτογραφίες:
1.
Τουρίστες στα μαγαζιά σε δρόμο του
Ροβίνι.
3.
Το Ροβίνι όπως φαίνεται από μακριά.
4.
Το Ροβίνι με τους εκδρομείς.
5.
Σπίτι στο Πόρετς.
7.
Οι ψησταριές με τα γουρουνόπουλα.