Εκδρομή στα «Μικρά Βαλκάνια», Ιούνιος 2014

Κείμενο – φωτογραφίες: Αρ. Βαγγελάτος (vagelat@yahoo.gr)

Τρεις μηχανές – τρεις άνθρωποι: Ο Μιχάλης (V-Strom 650), Ο Χρήστος (Tiger 900) και ο υπογράφων (Varadero 1000).

Η διαδρομή μας...

http://tinyurl.com/nwe6vdr

 

·         7 ημέρες - 6 διανυκτερεύσεις

·         Περίπου 3.300 χλμ.

·         Έξοδα ~ 610 €/άτομο

·         Κράτη που επισκεφτήκαμε: 6  + Ελλάδα

 

ΜΕΡΟΣ A

Σκέφτομαι ότι έχουμε δυσκολέψει τη ζωή μας πολύ. Πάει σχεδόν μια 20ετία που το καλοκαιρινό ετήσιο ταξίδι με τις μηχανές, δεν το έχουμε χάσει. Πρώτα γινόταν «συν γυναιξί». Όταν ήρθαν τα τέκνα, έγινε «άνευ». Και αυτό συνεχίζεται… Έτσι πρόπερσι φτάσαμε να κάνουμε το γύρο της Μαύρης θάλασσας! Όμως πέρυσι ήρθαν τα πρώτα σύννεφα: Ενώ τα σχέδια ήταν μεγαλεπίβολα και έδειχναν προς Αρμενία, καταφέραμε τελικά μόνο μια τριήμερη βόλτα στην Πίνδο!

Για τους λόγους αυτούς φέτος ήμουν πολύ συγκρατημένος. Βέβαια είχα κάνει 2-3 εναλλακτικά σενάρια, έλα όμως που ο καιρός πλησίαζε και φως δεν φαινόταν στον ορίζοντα… Από τη μία εγώ είχα υποχρεώσεις στη δουλειά που δεν μου επέτρεπαν να προγραμματίσω. Από την άλλη το ίδιο φαίνεται να συνέβαινε τόσο με τον Χρήστο όσο και τον Μιχάλη.

Πέρασε ο Μάιος (ο παραδοσιακός μήνας εκδρομής), πέρασε και ο Ιούνιος. Μια μέρα το πήρα απόφαση: έστειλα ένα e-mail στους ΠΕΝΤΕ (τόσοι ήταν αρχικά οι επίδοξοι συν-εκδρομείς) και έγραψα: «Εγώ το άλλο Σάββατο ξεκινάω – όποιος θέλει ακολουθεί! Κατεύθυνση: Μικρά Βαλκάνια». Μέσα στην εβδομάδα που ακολούθησε έλαβα δύο θετικές απαντήσεις, μια αρνητική και μια «ίσως». Περί της ταμπακιέρας (κατεύθυνσης) κανένα σχόλιο. «Καλά πάμε» σκέφτηκα.

Φορτώσαμε τις μηχανές και ξεκινήσαμε

Πρώτη μέρα: Πάμε Οχρίδα

Τελικά ξεκινάμε πρωί - πρωί τι Σάββατο, ο Χρήστος και ‘γω από Αθήνα. Ο Μιχάλης, θα ξεκινήσει από Κεφαλονιά αύριο Κυριακή και θα μας βρει κάπου στη Αλβανία! Εμείς έχουμε στόχο την Οχρίδα στην ΠΓΔΜ, αλλά δεν το «δένουμε και κόμπο»! Δεν μας βιάζει κάτι! όπου φτάσουμε. Ανεβαίνουμε τη μονότονη και γνωστή εθνική προς Λαμία. Το παλιό καφέ που σταματούσαμε με την εκπληκτική θέα στον Βόρειο Ευβοϊκό έχει κλείσει… Αυτά τα παλιά μαγαζιά δεν περνάνε πια. Ο καιρός … καλοκαιρινός. Είναι η εποχή που το δερμάτινο μπουφάν δύσκολα φοριέται - τουλάχιστον στην Ελλάδα. Πάμε μακριά όμως.

Στη Λάρισα παίρνουμε τη διασταύρωση για Τύρναβο. Ο Χρήστος, όντας Κοζανίτης, τα ξέρει τα μέρη. Εγώ έχω περάσει από δω άλλη μια φορά μόνο. Χαζεύω τα λιβάδια με τα καπνά και κάποιους τσιγγάνικους οικισμούς. Ο καιρός έχει αρχίσει να συννεφιάζει. Δόξα το Θεό. Αρχίζουμε να ανεβαίνουμε για Ελασσόνα. Όμορφη διαδρομή. Σταματάμε σε μια βρύση για νερό. Κάποιες κυρίες πλένουν τα αμάξια τους… Στην Κοζάνη – γενέτειρα του Χρήστου – σταματάμε για φαγητό. Αρχικά ψάχνουμε το «Ξενία» γιατί νόμιζε ότι το είχαν ανακαινίσει – κάτι λάθος όπως αποδείχτηκε – απλά είχαν γυρίσει σκηνές κάποιας ταινίας. Κατεβαίνοντας πετυχαίνουμε το «Χρυσό Σκούφο» όπου τρώμε όμορφα και μετρημένα. Συνεχίζουμε για Πτολεμαΐδα. Ο Χρήστος μου έχει αναφέρει για τον πατέρα του που δούλευε στα ορυχεία της ΔΕΗ:  «Οι περισσότεροι πέθαναν από καρκίνο» θυμάμαι να μου επαναλαμβάνει. Ο πατέρας του δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Περνάμε έξω από την πόλη και παίρνουμε κατεύθυνση για Φλώρινα. Το τοπίο αλλάζει λίγο. Στο βάθος διακρίνονται βουνά με πολλά σύννεφα να τα σκεπάζουν. Βλέπω την πινακίδα που δείχνει δεξιά για ΠΓΔΜ αλλά συνεχίζω ευθεία. Θέλω να βρω ένα περίπτερο στη Φλώρινα. Πράγματι σε μια πλατεία σταματάμε στο περίπτερο. Παίρνω μια κάρτα για το κινητό και δυο νερά. Σε λίγο θ’ αλλάξουμε χώρα, ας είμαστε λίγο προετοιμασμένοι. Παίρνουμε το δρόμο για τη γείτονα χώρα. Σε ένα φανάρι, ο παππούς απέναντι μου δείχνει προς τα δεξιά…. Σωστός. Τα χωριά φτωχικά. Κάποια αυτοκίνητα με «σκοπιανές» πινακίδες. Πλησιάζουμε στα σύνορα. Είμαστε στο φυλάκιο της Νίκης. Το Ελληνικό μέρος το περνάμε γρήγορα. Έχω ένα άγχος στο «σκοπιανό» γιατί η πράσινη κάρτα της ασφάλειάς μου είναι τυπωμένη από μένα, και έχω διαβάσει διάφορες ιστορίες… Ευτυχώς όλα καλά και μπαίνουμε στην ΠΓΔΜ.

Το τοπίο όπως ακριβώς το αφήσαμε από την Ελληνική πλευρά. Τα χωριά φτωχικά πολύ. Η φύση όμορφη.

Περνάμε από τη Μπίτολα. Έχει βρέξει και ο καιρός είναι σαφώς … φθινοπωρινός. Παρατηρώ συνέχεια γύρω μου. Τα σπίτια, τους ανθρώπους, τα αυτοκίνητα, τις παιδικές χαρές. Όλα μου φαίνονται γνώριμα. Μόνο κάποια χρόνια «πίσω».  Προχωράμε με κατεύθυνση τη λίμνη της Οχρίδας. Σε κάποιο χωριό έχουμε κολλήσει για ώρα πίσω από μια νταλίκα. Βρίσκω τη λάθος στιγμή να προσπεράσω, μέσα στο χωριό, μπροστά σε ένα περιπολικό! Με πιάνουν μαύρες σκέψεις. Ευτυχώς όλα καλά. Ο δρόμος με πολλές λακκούβες αλλά η διαδρομή υπέροχη: μέσα στο πράσινο. Έχω ξεχαστεί και τρέχω. Κοιτάω πίσω μου και δε βλέπω το Χρήστο. Καθυστερώ αρκετά αλλά πάλι τίποτε. Ευτυχώς σε λίγο εμφανίζεται. Είχε κι αυτός απορροφηθεί και πήγαινε αργά… Έχω αρχίσει και κουράζομαι, αλλά φτάνουμε. Πράγματι σε λίγο βλέπουμε την Οχρίδα: πρώτα την πόλη και μετά τη λίμνη. Κάτω στη λίμνη είναι ωραία και πολύ τουριστικά. Προτείνω στάση για καφέ στο Χρήστο και συμφωνεί. Βλέπουμε πολλούς Σλοβένους με μηχανές – έχουν έρθει φαίνεται για εκδρομή. Σταματάμε παραδίπλα. Μας πλησιάζει ο «ero» o «manager» και μας λέει για δωμάτιο: 20 Ευρώ. OK του λέω αλλά αφού πιούμε καφέ… Την ίδια ώρα έρχεται και ένας δημοτικός υπάλληλος και μας κόβει δυο εισιτήρια στάθμευσης (μισό ευρώ). Μόλις φεύγει ο ero, ο υπάλληλος μας στέλνει αλλού για δωμάτιο, με την προτροπή να μην το πούμε στον ero…. Πίνουμε τον καφέ και συνερχόμαστε (1,80€ ο καπουτσίνο και δέχονται και ευρώ – γιατί εμείς δεν έχουμε άλλο νόμισμα..).

Γυρνάμε στις μηχανές και νάσου και ο υπάλληλος. Τηλεφωνεί και έρχεται κάποιος και μας παραλάβει. Πράγματι είναι ένα δωμάτιο σπιτιού (!) σε καλή τοποθεσία (στον πίσω δρόμο από την λίμνη). Βλέπω τα σκρίνια και τα σερβίτσια και μου θυμίζουν το πατρικό μου. Τακτοποιούμαστε και βγαίνουμε για βόλτα. Το μέρος είναι πολύ όμορφο και γι αυτό έχει και πολύ τουρισμό. Κάνουμε μια βόλτα και όταν πιάνει το σκοτάδι, διαλέγουμε ένα όσο το δυνατόν λιγότερο τουριστικό οινο-εστιατόριο και «αράζουμε» στην πλατεία. Ο στόχος – και ο σκοπός της εκδρομής έχει μόλις καθοριστεί: να δοκιμάσουμε τοπικά κρασιά των Βαλκανίων. Πράγματι παραγγέλνουμε κάποια μεζεδάκια και ένα μπουκάλι ντόπιο κρασί pinot noir. Ο ευγενικός σερβιτόρος μας λέει ότι είναι λίγο ακριβό: 11€! Το σύνολο με τους μεζέδες 22€. Η συζήτηση γυρίζει από την πολιτική στην οικονομία και τέλος στη λάθος εικόνα που έχουμε για τους γείτονες… Πάμε για ύπνο. Καληνύχτα. Κάναμε σχεδόν 800 χλμ σήμερα και χρειαζόμαστε ξεκούραση!

Δεύτερη μέρα: «Πανόραμα» Αλβανίας

Ξυπνάμε πρωί και ξεκινάμε για την πόλη…. Ξέρεις την αληθινή πόλη, όχι το παραλιακό τουριστικό μέρος. Βρίσκουμε ένα παραδοσιακό καφενείο και παραγγέλνουμε καφέ: τούρκικο (0,5) ευρώ. Ωραίες εικόνες. Συνεχίζουμε ανηφορίζοντας προς τον λόφο που δεσπόζει της λίμνης. Μια εκκλησία ορθόδοξη. Μπαίνουμε και ανάβουμε κερί. Έχει κόσμο και φυσικά πρωινή λειτουργία. Πιο κάτω τζαμί. Ωραία φαίνονται να συνυπάρχουν τα πράγματα. Στενά σοκάκια διακλαδώνονται δεξιά και αριστερά. Η θέα προς την πόλη και τη λίμνη υπέροχη. Κατεβαίνουμε με κατεύθυνση το δωμάτιό μας (orchideapalace”). Ψάχνουμε τον καλό άνθρωπο να του δώσουμε τα 20€! Κοιμούνται όλοι – τελικά ξυπνάει μια πιτσιρίκα, η οποία ξυπνάει το θείο, ο οποίος παίρνει τα χρήματα και μας ευχαριστεί πολύ (στη γλώσσα του).

Μαζεύουμε τα πράγματα, φορτώνουμε τις μηχανές και ξεκινάμε. Πάμε προς «Στρούγκα» με στόχο την Αλβανία. Πρέπει να οδηγήσουμε βόρεια γύρω από τη λίμνη μέχρι τα σύνορα με την Αλβανία . Ο δρόμος στενός, αλλά καλός. Όρια ταχύτητας χαμηλά, αρκετή κίνηση, όμορφα μικρά χωριά, πιο περιποιημένα εδώ. Φαίνεται ότι η περιοχή είναι τουριστικός προορισμός – η λίμνη γαρ. Στη Στρούγκα, από λάθος παίρνουμε τον παραλιακό δρόμο, αλλά δεν το μετανιώνουμε. Το μέρος εκπληκτικό. Ξενοδοχεία μικρά, παιδότοποι, παραλίες οργανωμένες. Προχωράμε χαζεύοντας δεξιά και αριστερά. Φτάνουμε σε ένα μικρό χωριό το Radozdha. Έχει κάμπινγκ, ενοικιαζόμενα δωμάτια, υποτυπώδη παραλία και μοιάζει πολύ με μικρό ελληνικό ψαροχώρι. Στάση για καφέ. Τούρκικο στα 0,40 ευρώ!

Ερώτημα στον σερβιτόρο πώς θα βγούμε για τα σύνορα. Πρέπει να πάτε πέντε χλμ πίσω και μετά αριστερά μας λέει. Χαιρετάμε και ξεκινάμε. Έχουμε επικοινωνήσει με το Μιχάλη ο οποίος θα ξεκινήσει μετά το μεσημέρι από Κεφαλονιά (!), οπότε δεν βιαζόμαστε. Φτάνουμε στα σύνορα. Συναντάμε 6-7 μηχανές και χαιρετιόμαστε. Έχουν πινακίδες Κροατίας και ΠΓΔΜ. Πάνε εκδρομή προς τα βόρεια.

Περνάμε γρήγορα και χωρίς διαδικασίες τα φυλάκια. Στο αλβανικό προφανώς μας μιλάνε Ελληνικά! Επί υέλους είμαστε στην Αλβανία. Αισθάνομαι όμορφα. Πρώτη φορά στη γείτονα χώρα. Έχω όμως και ερωτηματικά πολλά στο τι θα δούμε. Ξεκινάμε με κατεύθυνση το Ελμπασαν. Παρατηρώ με περιέργεια (μου το έχουν αναφέρει και άλλοι ταξιδιώτες) τα άπειρα σημεία που διαθέτουν νερό για πλύσιμο των αυτοκινήτων. Επίσης παρατηρώ τα εκατοντάδες πολυτελή αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στον δρόμο. Δυσανάλογα πολλά. Το τοπίο όμορφο και φυσικά γνώριμο: είναι πολύ κοντά στα δικά μας. Στο δρόμο (ένα ακόμα χαρακτηριστικό) πολλά μαγαζιά (εστιατόρια – καφενεία) που μπορεί να σταματήσει για να ξεκουραστεί κανείς. Σταματάμε και μεις σε κάποιο για καφέ. Ο σερβιτόρος, μόλις καταλαβαίνει ότι είμαστε Έλληνες, μας μιλάει Ελληνικά και μας λέει: μισό λεπτό να σας φέρω και νερό….

Συνεχίζουμε τη διαδρομή μέσα από όμορφα φαράγγια και δίπλα σε ποτάμι. Οι οδηγοί εδώ οδηγούν επιθετικά. Πολύ επιθετικά. Βέβαια οι περισσότεροι φαίνεται να ξέρουν τι κάνουν. Όμως παρατηρείς και απίθανα πράγματα. Το κάρο με το άλογο μέσα στην καινούργια εθνική να πηγαίνει ανάποδα, είναι αυτό που μου έμεινε στη μνήμη, ενώ την ίδια στιγμή μας προσπερνούσε με χίλια, τζιπάρα πολυτελέστατη που πλέον δεν βλέπεις στην Ελλάδα!

Περνάμε το Ελμπασαν (ένα χάος λόγω και των έργων στους δρόμους) και ευτυχώς βρίσκουμε το δρόμο που οδηγεί στους Άγιους Σαράντα: συζητήσαμε με το Χρήστο και είπαμε να κάνουμε μια βόλτα στην Αλβανία, κατεβαίνοντας παραλιακά προς το νότο με στόχο να φθάσουμε το βράδυ στο Αργυρόκαστρο και εκεί να περιμένουμε το Μιχάλη. Είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε ώστε να μην τον βάλουμε να περάσει την Αλβανία μέσα στη νύχτα!

Πλησιάζει μεσημέρι και έχει πιάσει ζέστη. Τα χλμ γίνονται πιο δύσκολα. Κάνουμε συχνές στάσεις για ξεκούραση. Κάποια στιγμή χάνουμε το δρόμο λόγω έργων. Ούτε μια πινακίδα, ούτε τίποτε. Ρωτάμε πώς πάνε για Fier: μου δείχνουν ανάποδα απ ότι πάμε! Ο δρόμος είναι καινούργιος. Κάθε λίγα χιλιόμετρα, κάνουν έναν κυκλικό κόμβο (ίσως για να κόβουν ταχύτητα). Στάση σε ένα από τα γνωστά μαγαζιά για φαγητό. Μακαρονάδα. Δεν έχουμε αλλάξει χρήματα, αλλά τα Ευρώ περνάνε. Και φυσικά συνεννοούμαστε στα Ελληνικά. Πάμε να ξεκινήσουμε και ο πλαγιοστάτης της Τiger έχει χωθεί στην άσφαλτο! Έχει λιώσει η άσφαλτος από τη ζέστη.  Περνάμε το Fier και πάμε για Vlorec (Αυλώνα). Πού είναι επί τέλους η θάλασσα; Την μυρίζομαι, την αισθάνομαι….  Κάποια στιγμή μπαίνουμε Αυλώνα και βλέπουμε επί τέλους και θάλασσα. Η Αυλώνα έχει τεράστιες πολυκατοικίες δίπλα στη θάλασσα. Και πολύ κόσμο στην υποτυπώδη παραλία. Βλέπουμε σε κάποια στιγμή να γκρεμίζουν σπίτια. «Είναι αυθαίρετα» θα μας εξηγήσουν αργότερα: «ο νέος πρωθυπουργός προσπαθεί να βάλει μια τάξη.. αν του βγει θα είναι καλά». Κάτι μου θυμίζει αυτό!

Προχωράμε στον παραλιακό δρόμο. Η κίνηση μεγάλη. Όλοι πάνε ή γυρίζουν από μπάνιο. Τεράστια παραθαλάσσια καφέ – υπερπαραγωγές! Κακόγουστα μαγαζιά πλημμυρισμένα από κόσμο. Και αυτό κάτι μου θυμίζει. Έλλειψη παιδείας; Κουλτούρας; Ίσως! Κοντά στο Orikumi σταματάμε επί τέλους για καφέ. Βρίσκουμε κάτι πιο κοντά στα γούστα μας. Είμαστε σχεδόν στο μυχό του κόλπου της Αυλώνας (ή λέγεται αλλιώς;). Με το νεαρό που έρχεται να μας πάρει παραγγελία δεν πολυβγάζουμε άκρη. Έρχεται όμως ο μεγάλος: «Γεια σας παιδιά. Τι κάνετε;» O τύπος ήταν 15 χρόνια στην Ελλάδα, τα περισσότερα στη Σαντορίνη. Όμορφες αναμνήσεις. Όμως όταν ήρθε η κρίση, αποφάσισε να γυρίσει. Τον πρώτο καιρό ήταν ξένος στον τόπο του. Σιγά – σιγά όμως ξαναβρήκε τα πατήματα, και άνοιξε αυτό το μαγαζί. Δεν πάει και άσχημα. Έχει μέλλον εύχεται και ελπίζει, εφόσον αναπτυχθεί ο τουρισμός.

Σηκωνόμαστε να φύγουμε με το μυαλό γεμάτο σκέψεις. Από το σημείο αυτό, ο δρόμος παύει να είναι παραλιακός και αρχίζει να ανεβαίνει ένα μικρό βουνό με πανέμορφη βλάστηση. Απίστευτη η εναλλαγή. Η διαδρομή ανηφορίζει γεμάτη στροφές. Δεξιά και αριστερά πανέμορφα μικρά σαλέ. Άλπεις! Κάποια στιγμή φτάνουμε στην κορυφή και απολαμβάνουμε την άλλη πλευρά: στο βάθος ξεχωρίζει η Κέρκυρα! Το τοπίο πλέον γίνεται βραχώδες χωρίς καθόλου βλάστηση ενώ χαμηλά διακρίνονται άγριες παραλίες. Η κατάβαση απότομη. Τρομάζεις!. Σε κάποια σημεία δεν έχει καν αυτό το μικρό στηθαίο….  Κατεβαίνουμε σιγά – σιγά.

Το Tiger έχει αρχίσει να ανεβάζει στροφές χωρίς λόγο. Παίρνει πρωτοβουλίες!  Σε κάποιο σημείο βλέπω μια πινακίδα: Χιμάρα! Μέρη που τα έχω ακούσει μόνο από διηγήσεις, τα βλέπω πλέον μπροστά μου. Πανέμορφο το χωριό. Σταματάμε στο παραλιακό κομμάτι του. Γεμίζουμε βενζίνη. Φυσικά μιλάμε μόνο Ελληνικά. Όλοι μιλάνε Ελληνικά. Ο βενζινοπώλης μας λέει ότι πέρασε πιο πριν ένα ζευγάρι Ελλήνων με μηχανή. Ισως να νόμιζε ότι είμαστε μαζί.  Έχει αρχίσει και βραδιάζει επικίνδυνα  όμως. Πόσο απέχουν οι Άγιοι Σαράντα ρωτάω. «50 χλμ – μία ώρα» έρχεται η απάντηση. Χρήστο, πρέπει να βιαστούμε. Ξεκινάμε και κάνουμε σβέλτα (μα πολύ σβέλτα) την πανέμορφη διαδρομή. Μυρίζει έντονα θυμάρι. Και θυμίζει τα μέρη μου (την Κεφαλονιά). Δυο τρεις φορές περνάμε ιδιαίτερα κοντά από κάποια βοοειδή που βαδίζουν αμέριμνα στο δρόμο. Έξω από τους Άγιους Σαράντα ο δρόμος διακλαδώνεται με κατεύθυνση την κεντρική Αλβανία και το Αργυρόκαστρο. Μας πιάνει το σκοτάδι Σταματάμε να τηλεφωνήσουμε στο Μιχάλη (πλησιάζει στα Γιάννενα) και στους δικούς μας. Σταματάει ένα αγροτικό – αγριεύομαι. Κατεβαίνει ένας παππούς και μας ρωτάει στα Ελληνικά από πού είμαστε. Συζητάμε λίγη ώρα. Μας λέει ότι είναι πολλοί Έλληνες εκεί. Ξεκινάμε και πάλι. Αισθάνομαι ότι η διαδρομή είναι όμορφη. Πουλιά κελαηδούνε, ακούμε βατράχια και μυρίζουμε το νυχτολούλουδο. Περνάμε δίπλα από νερά και οι στροφές πολλές. Κρίμα που την κάνουμε βράδυ. Αλλά και επικίνδυνα! Μας προσπερνάει ένα λεωφορείο χωρίς αύριο! Επί τέλους βγαίνουμε στον «κεντρικό». Έχει πιάσει ψύχρα. Συναντάμε δυο μπλόκα με αστυνομικούς και οπλισμένους στρατιώτες. Εμάς δεν μας σταματάνε. Ευτυχώς το Αργυρόκαστρο δεν είναι μακριά. Βλέπουμε την πινακίδα να δείχνει προς τα αριστερά. Την ακολουθούμε. Ανεβαίνουμε λίγες στροφές και βρισκόμαστε σε μια πλατεία. Υπάρχει ένα ξενοδοχείο. Ρωτάω: 40€ το δίκλινο. Ο ρεσεψιονίστ μου μιλάει σε σπαστά Ελληνικά. Παρατηρώ μια αφίσα. Μεθαύριο έχουν ένα συνέδριο, συνεργασία Ελληνικού και Αλβανικού Πανεπιστημίου. Βγαίνω στην πλατεία. Ρωτάμε κάποια παιδιά που κάθονται στην πλατεία, αν υπάρχει κάποιο πιο φθηνό ξενοδοχείο. Με παίρνουν «απ το χέρι» και με πάνε πιο πάνω. Βλέπω την ταμπέλα: 1000 Λεκ το άτομο (περίπου οκτώ ευρώ). Μπαίνω μέσα. Πώς μπορώ να αποθανατίσω αυτό το μέρος: δεν έχω ξαναβρεθεί σε πιο παρακμιακό. Ο άνθρωπος με ανεβάζει στο δωμάτιο. Είναι ένα τρίκλινο. Κοινές τουαλέτες. Ένα τζάμι σπασμένο. Από μια γωνία πετάγεται ένας ένοικος. Policia μου λέει ο ρεσεψιονιστSecurite!!! Μπα, δεν θα πάρουμε. Είμαστε πολύ κουρασμένοι για κάτι τέτοιο. Επιστρέφουμε στην πλατεία και καταλύουμε στο πρώτο ξενοδοχείο. Κατεβαίνουμε για φαγητό. Έχει ποδόσφαιρο: είναι η εποχή του μουντιάλ! Παραγγέλνουμε ψητά και κόκκινο κρασί. Σε λίγη ώρα νάσου και ο Μιχάλης. Ουφ. Έφυγε ένα βάρος. Χαιρετιόμαστε, χαιρόμαστε! Είναι ανακούφιση να φτάνει τελικά ο φίλος που περιμένεις, ειδικά τέτοια ώρα, στις 11.00 το βράδυ κάπου στην Αλβανία! Πίνουμε κρασάκι και συζητάμε τις πρώτες μας εντυπώσεις. Όμως έχουμε κάνει αρκετά (420) χιλιόμετρα και για σήμερα. Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι πολλά, ήταν όμως δύσκολα! Πάμε για ύπνο!

Τρίτη μέρα: Από την Αλβανία στο Μαυροβούνιο

Ξυπνάμε και παίρνουμε πρωινό στο ξενοδοχείο. Η θέα από τον τελευταίο όροφο είναι πανοραμική: βλέπουμε όλο το Αργυρόκαστρο. Αρχοντοχώρι. Με πέτρινα σπίτια όμορφα χτισμένα. Κάτω στην πλατεία έχει αρκετή αστυνομία (;) και κόσμο που πάει και έρχεται. Ξεκινάμε για μια μικρή βόλτα στο χωριό. Στενά δρομάκια που ανηφορίζουν και κατηφορίζουν. Ένα μουσείο, 2-3 ξενώνες.

Επιστρέφουμε και ετοιμαζόμαστε. Στόχος μας να βγούμε σήμερα το βράδυ από την Αλβανία. Κατεύθυνση Fier – Δυρράχιο – Σκόδρα. Ο δρόμος στην αρχή άσχημος. Περνάμε από Τεπελένι και βλέπουμε το άγαλμα του Αλή πασά. Δίπλα του οι γυναίκες έπλεναν και άπλωναν χαλιά στο δρόμο. Στη συνέχεια ο δρόμος γίνεται πιο καλός και η περιοχή πιο όμορφη και ενδιαφέρουσα. Μετά πάλι αρχίζουν τα έργα: σήμανση μηδέν. Από τα 100 χλμ την ώρα, πρέπει ξαφνικά να κάνεις εντούρο. Στάση για καφέ και ξεκούραση. Δύο ηλικιωμένοι Γάλλοι με ένα τροχόσπιτο τρώνε κάτι ελαφρύ, ενώ κάποιοι Κροάτες με μηχανές γυρίζουν στην πατρίδα τους από Ελλάδα. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού ζούσε χρόνια στην Ελλάδα. Όμως με την κρίση επέστρεψε. Ήθελε το παιδί του να πάει σε αλβανικό σχολείο. Πάει συχνά στην Ελλάδα… Παρόμοιες ιστορίες θα ακούσουμε αρκετές στη συνέχεια!

Φτάνουμε στο Fier. Το ξαναπεράσαμε χτες. Ένα χάλι. Χανόμαστε λίγο μέχρι να βγούμε προς τα έξω. Έχει ζεστάνει και η μέρα. Μετά όμως αρχίζει μια καινούργια εθνική. Αντιθέσεις παντού. Άλογα και βόδια με κάρα. Και Mercedes με Porsche. Όλα συναντώνται εδώ. Περνάμε το Δυρράχιο και σταματάμε για βενζίνη. Κι άλλος που επέστρεψε από Ελλάδα. Συνεχίζουμε με κατεύθυνση το Βορρά. Ο δρόμος μια απέραντη ευθεία. Προσέχουμε να μην τρέχουμε. Περνάμε και το Lezhe. Έχει πιάσει απόγευμα. Οδηγούμε δίπλα σε ένα ποτάμι. Και ο Χρήστος κάνει νόημα για στάση. Βλέπω διάφορα μαγαζιά στην άκρη του δρόμου και επιλέγω στην τύχη ένα. Μάλλον όχι και η καλύτερη επιλογή. Δεν υπάρχει άνθρωπος. Έχει όμως τραπεζάκια δίπλα στο ποτάμι. Καθόμαστε. Είναι η πρώτη φορά που δυσκολευόμαστε να συνεννοηθούμε! Ούτε ελληνικά ούτε αγγλικά γνωρίζει το νεαρό γκαρσόνι. Με σπαστά Ιταλικά εκατέρωθεν, παραγγέλνουμε τρία ψάρια, μια πίτα, πατάτες και σαλάτα. Και μπύρα. Περιέργως τα ψάρια είναι καλά, η πίτα έτσι κι έτσι. Συνερχόμαστε λίγο. Πίνουμε και ένα καφέ.

Και ξαναξεκινάμε. Μετά από πέντε λεπτά, βλέπουμε που πηγαίνουν όλοι (και το λόγο που ήταν τόσο άδειο αυτό το μαγαζί): λίγο πριν τα Σκόδρα, έχει μια ειδυλλιακή παραποτάμια περιοχή με πλήθος τουριστικών μαγαζιών. Όλα γεμάτα κόσμο. Αποφασίζουμε να κατευθυνθούμε Δυτικά και να μπούμε από κει στο Μαυροβούνιο. Η απόφαση αυτή μας αποζημιώνει. Η διαδρομή υπέροχη.  Ο δρόμος μικρός και φιδωτός περνάει δίπλα σε ποτάμι και σε όμορφη φύση. Μετά από λίγη ώρα φτάνουμε στα σύνορα. Το πέρασμα πανεύκολο και γρήγορο, με έναν μόνο έλεγχο. Μπήκαμε Μαυροβούνιο. Τρίτη χώρα στη σειρά.  Και λες και έχει αλλάξει η φύση. Μας έχει προετοιμάσει βέβαια από τα τελευταία χιλιόμετρα στην Αλβανία που ήταν πανέμορφα, αλλά εδώ είναι και όμορφα, και περιποιημένα, και ο δρόμος καλός (ως άσφαλτος, γιατί δεν θα τον έλεγες και πλατύ…). Και ξαφνικά απίθανη θέα προς την θήλασα. Από ψηλά. Αρχίζουμε και κατεβαίνουμε. Η πρώτη πόλη δίπλα στη θάλασσα είναι το Bar. Ένα τουριστικό θέρετρο απ’ ότι δείχνει με οργανωμένες παραλίες. Σταματάμε στο πρώτο beach bar που μας τραβάει… Κόσμος πολύς στη θάλασσα αλλά και έξω. Όμορφο μέρος. Μας λένε ότι πιο κάτω ακόμα είναι και κει ωραία μέρη και λιγότερο τουριστικά - μέχρι σχεδόν τα σύνορα με την Αλβανία. Μια άλλη παρέα μας πιάνει την κουβέντα. Τον άλλο μηνά πάει στην Ελλάδα.

Συνεχίζουμε το δρόμο μας. Έχουμε στόχο να φτάσουμε στη Budva. Η διαδρομή υπέροχη. Μονακό! Φιδωτός δρόμος, υπέροχη θάλασσα, όμορφα καταλύματα. Ο τουρισμός προφανώς είναι σε πρώτο πλάνο εδώ. Έχει αρχίσει και νυχτώνει όταν μπαίνουμε στην Budva. Φαίνεται μεγάλη πόλη. Σταματάμε και αρχίζουμε να ψάχνουμε για κατάλυμα. Είναι γεμάτη με ενοικιαζόμενα δωμάτια και ξενοδοχεία. Όμως τα δωμάτια δεν μας δέχονται για μια μέρα. Ρωτάμε σε κάνα δυο ξενοδοχεία. Τζίφος. Μια κυρία μας δείχνει πιο πίσω ένα. Μπαίνω μέσα. Έχει δωμάτια αλλά ακριβά. Ο υπεύθυνος κάποια στιγμή μας ρωτάει από πού είμαστε. Μόλις του λέμε Έλληνες, τρελαίνεται. «Είμαι μέλος του Σέρβικου στρατού. Όλοι οι Έλληνες είναι αδέλφια μου. Ελάτε και θα σας κάνω καλύτερη τιμή». Δεν μπορούμε να αρνηθούμε στην τιμή των 80€ τα δύο δωμάτια. Κατεβαίνουμε για φαγητό και πίνουμε το … κρασάκι μας. Συζητάμε με τον ξενοδόχο. Μας λέει για ιστορίες παλιές με Έλληνες και Σέρβους. Πόσα έχει τραβήξει αυτή η περιοχή. Πάμε και μια βόλτα να ξεμουδιάσουμε. Τεράστια παραλία με καφέ και μπαρ. Μύκονος. Καθόμαστε για ένα ποτό. Καλοκαίρι σε ελληνικό νησί. Αυτός ο τόπος είναι ευλογημένος και τον έχουν εκμεταλλευτεί καλά.  Επιστρέφοντας βλέπουμε ένα παζάρι – γιορτή με βιβλία, φαγώσιμα, παγωτά, ….

Η συνέχεια στο Β' Μέρος.